βουτήχτρα

βουτήχτρα
η воровка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουτήχτρα" в других словарях:

  • αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… …   Dictionary of Greek

  • βουτηχτής — ο πληθ. άδες και ές, θηλ. βουτήχτρα 1. ο δύτης χωρίς σκάφανδρο: Οι βουτηχτάδες από την Κάλυμνο ήταν περίφημοι. 2. κλέφτης: Ήταν σεσημασμένος βουτηχτής πορτοφολιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»